Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλοπληρωτής
1 εγγραφή
καλοπληρωτής ο [kaloplirotís] Ο7 : α. αυτός που είναι συνεπής στις οικονομικές του υποχρεώσεις, που πληρώνει έγκαιρα και αδιαμαρτύρητα τις οφειλές του β. αυτός που δίνει καλές αμοιβές. ANT κακοπληρωτής.

[καλοπληρώ(νω) -τής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες