Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καλοπληρωτής ο [kaloplirotís] Ο7 : α. αυτός που είναι συνεπής στις οικονομικές του υποχρεώσεις, που πληρώνει έγκαιρα και αδιαμαρτύρητα τις οφειλές του β. αυτός που δίνει καλές αμοιβές. ANT κακοπληρωτής.
[καλοπληρώ(νω) -τής]