Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλοπαντρεύω
1 εγγραφή
καλοπαντρεύω [kalopandrévo] -ομαι Ρ5.2 : παντρεύω το παιδί μου με έναν καλό σύζυγο. ANT κακοπαντρεύω: Tην καλοπάντρεψε την κόρη της, της έδωσε ένα καλό και πλούσιο παιδί. || (παθ.) κάνω έναν πετυχημένο γάμο, συνήθ. για γυναίκα: Είναι καλοπαντρεμένη στην Aμερική / με ένα βιομήχανο.

[μσν. καλοπαντρεύω < καλο- + παντρεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες