Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καλοπαντρεύω [kalopandrévo] -ομαι Ρ5.2 : παντρεύω το παιδί μου με έναν καλό σύζυγο. ANT κακοπαντρεύω: Tην καλοπάντρεψε την κόρη της, της έδωσε ένα καλό και πλούσιο παιδί. || (παθ.) κάνω έναν πετυχημένο γάμο, συνήθ. για γυναίκα: Είναι καλοπαντρεμένη στην Aμερική / με ένα βιομήχανο.
[μσν. καλοπαντρεύω < καλο- + παντρεύω]