Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλομοίρης
1 εγγραφή
καλομοίρης -α -ικο [kalomíris] Ε9 : που είναι καλότυχος. ANT κακομοίρης.

[καλο- + μοίρ(α) -ης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες