Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλομιλώ
1 εγγραφή
καλομιλώ [kalomiló] & -άω Ρ10.1α : μιλώ σε κπ. με ευγενικό και ήρεμο τρόπο. ANT κακομιλώ.

[μσν. *καλομιλώ (πρβ. μσν. καλομίλητος) < καλο- + μιλώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες