Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καλομιλώ [kalomiló] & -άω Ρ10.1α : μιλώ σε κπ. με ευγενικό και ήρεμο τρόπο. ANT κακομιλώ.
[μσν. *καλομιλώ (πρβ. μσν. καλομίλητος) < καλο- + μιλώ]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[μσν. *καλομιλώ (πρβ. μσν. καλομίλητος) < καλο- + μιλώ]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |