Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλομελετώ
1 εγγραφή
καλομελετώ [kalomeletó] & -άω Ρ10.1α μππ. καλομελετημένος : ANT κακομελετώ. 1. λέω ή σκέφτομαι ότι κτ. θα γίνει όπως το επιθυμώ και με τον τρόπο αυτό, σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη, βοηθώ στην πραγματοποίηση της επιθυμίας μου. (έκφρ.) καλομελέτα κι έρχεται, όταν αντιμετωπίζει κάποιος κτ. αισιόδοξα, δημιουργεί το κατάλληλο κλίμα για αίσια έκβαση. 2. (κυρ. στη μππ.) μελετώ κτ. καλά, το μαθαίνω καλά ή το σχεδιάζω με γνώση και με προσοχή: Kαλομελετημένο σχέδιο / πρόγραμμα.

[καλο- + μελετώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες