Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καλολογία η [kalolojía] Ο25 : η αισθητική του λόγου, η σπουδή του αισθητικά καλού στο γραπτό ή στον προφορικό λόγο.
[λόγ. καλο- + -λογία (διαφ. το μσν. καλολογία `καλή ομιλία΄)]