Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καλοδεχούμενος -η -ο [kaloδexúmenos] Ε5 : (οικ.) για κπ. ή για κτ. που γίνεται δεκτό με πολλή ευχαρίστηση· ευπρόσδεκτος: Είσαι πάντα ~ στο σπίτι μας. Ό,τι και να μας δώσουν είναι καλοδεχούμενο.
[καλο- + δεχούμενος μπε. του δέχομαι]