Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλοδεχούμενος
1 εγγραφή
καλοδεχούμενος -η -ο [kaloδexúmenos] Ε5 : (οικ.) για κπ. ή για κτ. που γίνεται δεκτό με πολλή ευχαρίστηση· ευπρόσδεκτος: Είσαι πάντα ~ στο σπίτι μας. Ό,τι και να μας δώσουν είναι καλοδεχούμενο.

[καλο- + δεχούμενος μπε. του δέχομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες