Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καλογραμμένος -η -ο [kaloγraménos] Ε3 : ANT κακογραμμένος. 1. που είναι γραμμένος με τρόπο καλαίσθητο και ευανάγνωστο: Kαλογραμμένη αντιγραφή. Kαλογραμμένο τετράδιο. 2. για γραπτό κείμενο που είναι σωστά διατυπωμένο και δομημένο: Ένα καλογραμμένο άρθρο / μυθιστόρημα.
[μσν. καλογραμμένος < καλο- + γραμμένος μππ. του γράφω]