Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλοαναθρεμμένος
1 εγγραφή
καλοαναθρεμμένος -η -ο [kaloanaθreménos] Ε3 : που έχει διαπαιδαγωγηθεί σωστά, που έχει πάρει καλή αγωγή. ANT κακοαναθρεμμένος: ~ άνθρωπος. Kαλοαναθρεμμένο παιδί.

[λόγ. < καλοανατεθραμμένος < καλο- + ανατεθραμμένος μππ. του αρχ. ἀνατρέφω και προσαρμ. στη δημοτ. με παράλ. του αναδιπλ., μτφρδ. γαλλ. bien élevé (πρβ. μσν. καλαναθρεμμένος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες