Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καλδέρα η [kalδéra] & καλντέρα η [kaldéra] Ο25 : μεγάλος λεβητοειδής κρατήρας ηφαιστείου: H ~ του ηφαιστείου της Θήρας.
[-λντ-: λόγ. < αγγλ. caldera < ισπαν. caldera· -λδ-: λόγ. ορθογρ. δαν.]