Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλκάνι
1 εγγραφή
καλκάνι το [kalkáni] Ο44 : I. ψάρι με ρομβοειδές και πεπλατυσμένο σώμα σαν της γλώσσας και με τριγωνικά πτερύγια, που ζει στο βούρκο και στην άμμο και που ψαρεύεται για το νόστιμο κρέας του. II1. το τρίγωνο που σχηματίζει η στέγη. 2. η επάνω κυρτή άκρη της πρύμνης του πλοίου.

[μσν. καλκάνι < τουρκ. kalkan ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες