Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλικάντζαρος
1 εγγραφή
καλικάντζαρος ο [kalikándzaros] Ο20 πληθ. και καλικαντζάρια θηλ. καλικαντζαρίνα [kalikandzarína] Ο26 : σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, δύσμορφο, ενοχλητικό και βλαπτικό για τους ανθρώπους δαιμόνιο που εμφανίζεται στη γη κατά την περίοδο του Δωδεκαήμερου: Είναι σαν ~, για άνθρωπο πολύ άσχημο, με κωμική συνήθ. εμφάνιση. || (θηλ.) η γυναίκα του καλικάντζαρου. καλικαντζαράκι το YΠΟKΟΡ το παιδί του καλικάντζαρου.

[μσν. καλικάντζαρος < ίσως *καλικάντζ(α) μεγεθ. -αρος < καλίκ(ι) (υποκορ. του καλλίγα δες στο καλιγώνω) + άντζα· καλικάντζαρ(ος) -ίνα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες