Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλημερίζω
1 εγγραφή
καλημερίζω [kalimerízo] -ομαι Ρ2.1 : απευθύνω σε κπ. το χαιρετισμό «καλημέρα», του λέω καλημέρα: Tης τηλεφώνησα πρωί για να την καλημερίσω. Tον είδα στο δρόμο και καλημεριστήκαμε, ανταλλάξαμε χαιρετισμό.

[μσν. καλημερίζω < ευχή καλημέρ(α) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες