Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλειδοσκόπιο
1 εγγραφή
καλειδοσκόπιο το [kaliδoskópio] Ο42 : μικρός σωλήνας με σκούρα τοιχώματα, στο εσωτερικό του οποίου υπάρχουν δύο μικρά κάτοπτρα, γωνιακά τοποθετημένα, επάνω στα οποία ανακλώνται μικρά πολύχρωμα κομμάτια γυαλιού, που, καθώς μετακινούνται με κάθε περιστροφή του σωλήνα, σχηματίζουν συμμετρικά σχήματα. || (μτφ.): Πολιτικό / μουσικό ~, ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό πρόγραμμα με ποικιλία θεμάτων. (έκφρ.) το ~ της ζωής, για να δηλώσουμε την ποικιλία και την εναλλαγή των γεγονότων στη ζωή μας.

[λόγ. < αγγλ. caleidoscope < αρχ. καλ(ός) `όμορφος΄ + εrδο(ς) `μορφή΄ (ή ελνστ. καλοειδ(ής) `με ωραία μορφή΄ -ο-) + -scope = -σκόπιο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες