Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καλαφάτης ο [kalafátis] Ο11 : (ναυτ.) τεχνίτης ειδικός στο καλαφάτισμα των πλοίων.
[μσν. καλαφάτης < αραβ. qalfat -ης με αφομ. ανάπτ. [a] για διάσπ. του συμφ. συμπλ.]



