Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλαφάτης
1 εγγραφή
καλαφάτης ο [kalafátis] Ο11 : (ναυτ.) τεχνίτης ειδικός στο καλαφάτισμα των πλοίων.

[μσν. καλαφάτης < αραβ. qalfat -ης με αφομ. ανάπτ. [a] για διάσπ. του συμφ. συμπλ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες