Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλαθούνα
1 εγγραφή
καλαθούνα η [kalaθúna] Ο25α : (οικ.) μεγάλο καλάθι.

[καλαθούν(ι) μεγεθ. < καλάθ(ι) -ούν(ι) (< ιταλ. -one δες στο -όνι)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες