Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλαθοπλεκτική
1 εγγραφή
καλαθοπλεκτική η [kalaθoplektikí] Ο29 : η τεχνική, η τέχνη της κατασκευής, του πλεξίματος καλαθιών.

[λόγ. κάλαθ(ος) -ο- + πλεκτική, θηλ. του πλεκτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες