Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καλαθοπλεκτική η [kalaθoplektikí] Ο29 : η τεχνική, η τέχνη της κατασκευής, του πλεξίματος καλαθιών.
[λόγ. κάλαθ(ος) -ο- + πλεκτική, θηλ. του πλεκτικός]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. κάλαθ(ος) -ο- + πλεκτική, θηλ. του πλεκτικός]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |