Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καλέ [kalé] επιφ. : όταν καλούμε κπ., συνήθ. άγνωστο, ή όταν του απευθύνουμε το λόγο, αντί να χρησιμοποιήσουμε το όνομά του: ~ εσύ, έλα εδώ! || ~ τι λες / ~ σώπα / ~ πώς μεγάλωσες, για να εκφράσουμε απορία, αμφιβολία, θαυμασμό. ~ τι μας λες / ~ άντες, ειρωνικά.
[μσν. καλέ κλητ. του επιθ. καλός]
- καλειδοσκοπικός -ή -ό [kaliδoskopikós] Ε1 : που έχει σχέση με το καλειδοσκόπιο.
[λόγ. καλειδοσκόπ(ιον) -ικός]
- καλειδοσκόπιο το [kaliδoskópio] Ο42 : μικρός σωλήνας με σκούρα τοιχώματα, στο εσωτερικό του οποίου υπάρχουν δύο μικρά κάτοπτρα, γωνιακά τοποθετημένα, επάνω στα οποία ανακλώνται μικρά πολύχρωμα κομμάτια γυαλιού, που, καθώς μετακινούνται με κάθε περιστροφή του σωλήνα, σχηματίζουν συμμετρικά σχήματα. || (μτφ.): Πολιτικό / μουσικό ~, ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό πρόγραμμα με ποικιλία θεμάτων. (έκφρ.) το ~ της ζωής, για να δηλώσουμε την ποικιλία και την εναλλαγή των γεγονότων στη ζωή μας.
[λόγ. < αγγλ. caleidoscope < αρχ. καλ(ός) `όμορφος΄ + εrδο(ς) `μορφή΄ (ή ελνστ. καλοειδ(ής) `με ωραία μορφή΄ -ο-) + -scope = -σκόπιο]
- καλέμι το [kalémi] Ο44 : 1. εργαλείο λιθοξόου ή ξυλουργού, είδος σμίλης με πεπλατυσμένη κόψη. 2. (παρωχ.) πένα ή μολύβι.
[αντδ. < τουρκ. kalem -ι < αραβ. kalam (στη νέα σημ.) < αρχ. κάλαμος]
- καλένδες οι [kalénδes] Ο25 : η πρώτη μέρα του μήνα, στο ρωμαϊκό ημερολόγιο. ΦΡ (παραπέμπω κτ.) στις (ελληνικές) ~, ειρωνικά, για κτ. που δεν πρόκειται να γίνει ποτέ, αφού στο αρχαίο ελληνικό ημερολόγιο δεν υπήρχαν καλένδες.
[λόγ. < μσν. Καλένδαι & ελνστ. Καλάνδαι (προφ. [nd] ) < λατ. Kalendae, υστλατ. Kalandae (η πρώτη μέρα του ρωμαϊκού μήνα)]
- κάλεσμα το [kálezma] Ο49 : 1. πρόσκληση σε κάποια εορταστική συνήθ. συνάθροιση, π.χ. σε γάμο, δεξίωση κτλ. 2. πρόσκληση που απευθύνεται σε κπ. για να συμμετάσχει σε μια κοινή εκδήλωση ή προσπάθεια: Στο ~ της πατρίδας απάντησαν με ενθουσιασμό όλοι οι Έλληνες.
[μσν. κάλεσμα < καλεσ- (καλώ) -μα]
- καλεσμένος ο [kalezménos] Ο18 θηλ. καλεσμένη [kalezméni] Ο30 γεν. πληθ. καλεσμένων : αυτός που τον έχουν καλέσει σε κάποια κοινωνική, επιστημονική ή καλλιτεχνική εκδήλωση· προσκεκλημένος: Στο γάμο τους είχαν πολλούς καλεσμένους. H (τάδε) είναι η επίσημη καλεσμένη του συνεδρίου.
[ουσιαστικοπ. μππ. του καλώ· καλεσμέν(ος) -η]



