Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλάρω
1 εγγραφή
καλάρω [kaláro] Ρ6α : (ναυτ.) 1α. ~ τα πανιά, τα μαζεύω. β. ~ τα δίχτυα, τα ρίχνω στη θάλασσα. 2. ανοίγομαι στη θάλασσα.

[αντδ. < βεν. calar `αφήνω να πέσουν (πανιά κτλ.)΄ < υστλατ. calare < αρχ. χαλῶ `χαλαρώ νω, αφήνω να πέσει΄ (δες και χαλώ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες