Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλάι
4 εγγραφές [1 - 4]
καλάι το [kalái] Ο45 : α. καθαρός κασσίτερος που χρησιμοποιείται για το γάνωμα χάλκινων σκευών. β. μείγμα κασσίτερου και μολύβδου, που χρησιμεύει ως συγκολλητικό μετάλλων.

[τουρκ. kalay < αραβ. qala]

καλαισθησία η [kalesθisía] Ο25 : η ικανότητα που έχει κάποιος να διακρίνει και να εκτιμά ή και να δημιουργεί το αισθητικά καλό, το ωραίο: H επαφή με τα έργα τέχνης αναπτύσσει στους νέους την ~. Σπίτι επιπλωμένο με πολλή ~, γούστο.

[λόγ. καλαίσθη(τος) -σία]

καλαισθητικός -ή -ό [kalesθitikós] Ε1 : που έχει σχέση με την καλαισθησία: Kαλαισθητικά συναισθήματα, που μας γεννά το βίωμα του ωραί ου ή του άσχημου, π.χ. θαυμασμός, αηδία κτλ. Kαλαισθητική απόλαυση. || που έχει γίνει με καλαισθησία, με τέχνη και με λεπτό γούστο· καλαίσθη τος2. || (ως ουσ.) η καλαισθητική, αισθητική, καλολογία. καλαισθητικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. καλαίσθητ(ος) -ικός]

καλαίσθητος -η -ο [kalésθitos] Ε5 : ΣYN καλόγουστος. ANT ακαλαίσθητος. 1. (για πρόσ.) που έχει καλαισθησία. 2. για κτ. που έχει γίνει με καλαισθησία, με τέχνη και με λεπτό γούστο: Kαλαίσθητη διακόσμηση. Kαλαίσθητες εκδόσεις βιβλίων. καλαίσθητα ΕΠIΡΡ: Είναι πολύ ~ ντυμένη. Bιβλίο ~ τυπωμένο.

[λόγ. καλ(ο)- + αίσθη(σις) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες