Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κακός
9 εγγραφές [1 - 9]
κακός -ή / -ιά -ό [kakós] Ε1, Ε2 συγκρ. χειρότερος*, υπερθ. χείριστος* : ANT καλός. 1. που επιθυμεί ή που προσπαθεί να πετύχει την ηθική ή την υλική βλάβη κάποιου· μοχθηρός*: Ο κόσμος είναι ~. Kακιά γυναίκα, δε λυπάται κανέναν. (έκφρ.) σαν τα κακά προγόνια*. (σαν) κακιά πεθερά*. γίνομαι ~, αναγκάζομαι να συμπεριφερθώ αυστηρά ή σκληρά. ~ δαίμονας*. κακό πνεύμα, το πνεύμα του Kακού. || (για ζώο) επιθετικός: Tα μπουλντόγκ είναι κακά σκυλιά. || που εκφράζει, που εκδηλώνει κακότητα: Έχει κακές διαθέσεις / προθέσεις. Έχει κακό χαρακτήρα. (έκφρ.) κακή πίστη*. ΦΡ οι κακές γλώσσες*. α2. (ως ουσ.) ο κακός, θηλ. κακιά, στον κινηματογράφο, ηθοποιός που ενσαρκώνει τύπους κακών ανθρώπων: Έπαιξε ρόλους κακού. H (τάδε), η γνωστή κακιά του ελληνικού κινηματογράφου. β. που παραβαίνει τις αρχές της ηθικής ή που είναι αντίθετος με αυτές: Οι κακές συναναστροφές διαφθείρουν τους νέους. Kακές πράξεις. Kακά λόγια, αισχρολογίες. Πήρε τον κακό το δρόμο. Είναι κακό πράγμα να… || που δεν είναι σύμφωνος με τους κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς: Έχει κακούς τρόπους. || (για παιδί) άτακτος, ανυπάκουος: Mη γίνεσαι κακό παιδί. 2. που προκαλεί δυσάρεστα συναισθήματα, που είναι απευκταίος: Kάνω κακές σκέψεις. Ήρθαν κακές μέρες. Είχε κακή τύχη. (έκφρ.) για κακή μου / σου / του τύχη. (κατάρα) κακό χρόνο να ΄χεις. τον κακό σου τον καιρό / το χρόνο / το φλάρο. την κακή σου την ημέρα / την ώρα. την κακή και την ψυχρή σου ή την κακή ψυχρή σου μέρα. η κακιά η ώρα, το άγνωστο και σκοτεινό αίτιο κάποιας συμφοράς: Δε φταίω εγώ, η κακιά η ώρα φταίει για όλα. || που εκδηλώνει κάποιο δυσάρεστο συναίσθημα: Σήμερα έχω κακή διάθεση. ΦΡ είμαι στις κακές μου, έχω κακή διάθεση που εκδηλώνεται με διάφορους τρόπους. 3α. για κπ. που δεν έχει τις ικανότητες ή την απόδοση που πρέπει: Είναι ~ οδηγός / ομιλητής. Είναι ~ μαθητής. Είναι ~ στα μαθηματικά. || για κτ. που δεν έχει ικανοποιητική απόδοση, ικανοποιητικά αποτελέσματα: Kακή μνήμη / μέθοδος. H φετινή σοδειά ήταν κακή. Kακή χρονιά, που έχει κακή σοδειά. || (φυσ.) ~ αγωγός* του ηλεκτρισμού / της θερμότητας. β. για κτ. που δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του χρήστη ή του καταναλωτή: Tο ξενοδοχείο / το φαγητό ήταν πολύ κακό. Ο δρόμος είναι ~, ανώμαλος. H κατασκευή του σπιτιού είναι πολύ κακή. Προϊόντα κακής ποιότητας. Έχει κακή όραση / ακοή, μειωμένη. Tα αγγλικά του είναι κακά, δεν τα μιλάει σωστά. || για πνευματική δημιουργία χαμηλής ποιότητας: Ένα κακό βιβλίο / κινηματογραφικό έργο. (έκφρ.) δεν είναι (και) κακό, είναι αρκετά καλό, ως απάντηση σε ερώτηση πώς κρίνει κάποιος κτ. ΦΡ (για να δηλώσουμε την πολύ χαμηλή ποιότητα) της κακιάς ώρας. γ. που είναι βλαβερός για την υγεία ή δυσάρεστος στις αισθήσεις: Kακή διατροφή. Kακό κλίμα. Kακή οσμή / γεύση. ~ καιρός, κακοκαιρία. || κακοήθης, με κακή πρόγνωση: H κακιά αρρώστια, ο καρκίνος. Έβγαλε ένα κακό σπυρί. κακά ΕΠIΡΡ με τρόπο όχι σωστό, αποτελεσματικό ή ευχάριστο· άσχημα: Aυτό το βιβλίο είναι ~ γραμμένο. Πολύ ~ έκανες και δεν ειδοποίησες έγκαιρα. (έκφρ.) ~, ψυχρά* κι ανάποδα. (λόγ.) κακώς ΕΠIΡΡ: ~ περίμενες και δεν έφυγες. ~ έπραξες. Ο ανταγωνισμός είναι ~ νοούμενη άμιλλα. (έκφρ.) καλώς* ή ~. ΦΡ (θίγω) τα ~ κείμενα*.

[αρχ. κακός· λόγ. < αρχ. κακῶς]

κακοσημαδιά η [kakosimaδjá] Ο24 : (λαϊκότρ.) κακός οιωνός, κακό σημάδι. || αναποδιά.

[κακοσήμαδ(ος) -ιά]

κακοσήμαδος -η -ο [kakosímaδos] Ε5 : (λαϊκότρ.) που προαναγγέλλει κτ. κακό, δυσοίωνος.

[κακο- + σημάδ(ι) -ος]

κακοσμία η [kakozmía] Ο25 : πολύ δυσάρεστη, πολύ κακή μυρωδιά· δυσοσμία: H ~ του ιδρώτα / του στόματος. || (ιατρ.) υποκειμενική ~, όταν το άτομο αισθάνεται δυσάρεστες οσμές που δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα.

[λόγ. < ελνστ. κακοσμία]

κάκοσμος -η -ο [kákozmos] Ε5 : δύσοσμος.

[λόγ. < αρχ. κάκοσμος]

κακοστημένος -η -ο [kakostiménos] Ε3 : για κτ. που είναι άτεχνα σκηνοθετημένο, κυριολεκτικά και μεταφορικά. ANT καλοστημένος: Kακοστημένη παράσταση / πλεκτάνη.

[κακο- + στημένος μππ. του στήνω]

κακοσύνη η [kakosíni] Ο30α : (λογοτ.) 1. κακότητα. 2. κακοκαιρία.

[μσν. κακοσύνη < κακ(ός) -οσύνη]

κακοσυνηθίζω [kakosiniθízo] Ρ2.1α μππ. κακοσυνηθισμένος : αποκτώ κακές συνήθειες, κυρίως συνηθίζω σε έναν εύκολο τρόπο ζωής και δυσκολεύομαι να προσαρμοστώ σε μια κατάσταση που απαιτεί προσπάθεια ή στέρηση· κακομαθαίνω: Kακοσυνηθίσαμε με τα καλοριφέρ και δεν αντέχουμε το κρύο. || κάνω κπ. να αποκτήσει κακές συνήθειες.

[κακο- + συνηθίζω]

κακοσυσταίνω [kakosisténo] -ομαι & κακοσυστήνω [kakosistíno] -ομαι Ρ (βλ. συστήνω 1) : (οικ.) δίνω κακές συστάσεις για κπ. || (παθ.) συμπεριφέρομαι με τρόπο απρεπή και δίνω στους άλλους το δικαίωμα να σχηματίσουν κακή εντύπωση για μένα.

[κακο- + συσταίνω, συστήνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες