Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κακόκαρδος
1 εγγραφή
κακόκαρδος -η -ο [kakókarδos] Ε5 : (σπάν., για πρόσ.) που τρέφει για τους συνανθρώπους του συναισθήματα φθόνου, μίσους και που η διάθεσή του συνήθ. δεν είναι καλή, που έχει κακή καρδιά. ANT καλόκαρδος.

[μσν. κακόκαρδος < κακο- + καρδ(ιά) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες