Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κακόκαρδος -η -ο [kakókarδos] Ε5 : (σπάν., για πρόσ.) που τρέφει για τους συνανθρώπους του συναισθήματα φθόνου, μίσους και που η διάθεσή του συνήθ. δεν είναι καλή, που έχει κακή καρδιά. ANT καλόκαρδος.
[μσν. κακόκαρδος < κακο- + καρδ(ιά) -ος]