Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κακόζηλος -η -ο [kakózilos] Ε5 : για γραπτό ή για προφορικό λόγο που μιμείται άτεχνα κάποιο πρότυπο: ~ βυζαντινός αττικισμός. Kακόζηλη έκφραση.
[λόγ. < ελνστ. κακόζηλος]