Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κακοπροαίρετος
1 item total
κακοπροαίρετος -η -ο [kakoproéretos] Ε5 : ANT καλοπροαίρετος. 1. που αντιμετωπίζει κπ. με κακή διάθεση ή που έχει πρόθεση να τον βλάψει με έμμεσο, με ύπουλο τρόπο. 2. για εκδήλωση κακοπροαίρετου ανθρώπου: Kακοπροαίρετη διάθεση. Kακοπροαίρετη κριτική, κακόπιστη. κακοπροαίρετα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. κακο- + προαίρε(σις) -τος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go