Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κακοποιός -ά / -ός -ό [kakopiós] Ε13 : 1. (για πρόσ.) που προκαλεί το κακό, που εξυπηρετεί ιδιοτελείς σκοπούς με παράνομη δραστηριότητα: Kακοποιά στοιχεία διαπράττουν κλοπές, ληστείες και φόνους. || (ως ουσ.) ο κακοποιός, άνθρωπος που κάνει εγκληματικές πράξεις: Σπείρα κακοποιών. Σεσημασμένος ~. 2. (για αφηρ. ουσ.) που προκαλεί δυστυχία και συμφορά. ANT αγαθοποιός: Kακοποιά δύναμη. Kακοποιό πνεύμα.
[λόγ. < αρχ. κακοποιός]