Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κακοποίηση
1 εγγραφή
κακοποίηση η [kakopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κακοποιώ. 1. άσκηση σωματικής βίας που έχει ως αποτέλεσμα την πρόκληση κακώσεων: ~ παιδιών / γυναικών / ζώων. 2. (μτφ.) α. εσκεμμένη συνήθ. παραποίηση: H ~ της αλήθειας / των λόγων μου. β. κακή χρήση ή εφαρμογή: H ~ της ελληνικής γλώσσας.

[λόγ. < ελνστ. κακοποίη(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες