Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κακοπαθαίνω
1 εγγραφή
κακοπαθαίνω [kakopaθéno] Ρ αόρ. κακόπαθα και κακοέπαθα, απαρέμφ. κακοπάθει, μππ. κακοπαθημένος και κακοπαθισμένος : περνώ μεγάλες δυσκολίες, βασανίζομαι: Έχει κακοπάθει πολύ στη ζωή του. Είναι ένας ταλαιπωρημένος, κακοπαθημένος άνθρωπος. Kακόπαθε στο γάμο της, έκανε έναν αποτυχημένο γάμο.

[αρχ. κακο(παθῶ) μεταπλ. -αίνω κατά το παθαίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες