Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κακομελετώ
1 εγγραφή
κακομελετώ [kakomeletó] & -άω Ρ10.1α μππ. κακομελετημένος στη σημ. 2 : 1. εκφράζω την υποψία ή το φόβο ότι θα συμβεί κτ. κακό και με τον τρόπο αυτό, σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη, προκαλώ ή υποβοηθώ την πραγματοποίησή του. ANT καλομελετώ: Θα τα καταφέρουμε, μην κακομελετάς. Tο κακομελέτησες κι έγινε. 2. (προφ.) δε μελετώ καλά κτ.: Tο μάθημά σου το κακομελέτησες, διάβασέ το πάλι. Πήγε στο σχολείο κακομελετημένος.

[κακο- + μελετώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες