Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κακοβαλμένος
1 item total
κακοβαλμένος -η -ο [kakovalménos] Ε3 : 1. για κτ. που δεν είναι καλά τοποθετημένο: Tα έπιπλα είναι πολύ κακοβαλμένα στο δωμάτιο, πρέπει να τα αλλάξεις. 2. για κπ. που δεν είναι προσεκτικά και κομψά ντυμένος.

[κακο- + βαλμένος μππ. του βάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go