Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κακά
13 εγγραφές [1 - 10]
κακά τα [kaká] Ο38 : τα περιττώματα ανθρώπου ή και ζώου: H λεκάνη της τουαλέτας είναι γεμάτη ~, ακαθαρσίες. Kάνω τα ~ μου / κάνω ~, ενεργούμαι. (παιδ.) κακάκια τα YΠΟKΟΡ.

[λ. νηπιακή κάκα (σύγκρ. αρχ. κάκκη, ιταλ. cacca) παρετυμ. κακός]

κακάβι το [kakávi] Ο44 : (λαϊκότρ.) χάλκινη χύτρα με χερούλι για να κρεμιέται.

[μσν. κακκάβιν < ελνστ. κακκάβιον υποκορ. του αρχ. κακκάβη `τρίποδο δοχείο΄ (ορθογρ. απλοπ.)]

κακαβιά η [kakavjá] Ο24 : είδος ψαρόσουπας, από διάφορα, μικρά κυρίως ψάρια.

[κακάβ(ι) -ιά]

κακάδι το [kakáδi] Ο44 & κάκαδο το [kákaδo] Ο41 & καρκάδι το [kar káδi] Ο44 : (οικ.) κρούστα στην επιφάνεια μιας πληγής.

[;]

κακαδιάζω [kakaδjázo] Ρ2.1α : (οικ.) για την κρούστα, το κακάδι, που σχηματίζεται στην επιφάνεια μιας πληγής.

[κακάδ(ι) -ιάζω]

κακάο το [kakáo] Ο (άκλ.) γεν. και κακάου : 1. η ουσία που μένει από τους σπόρους του κακάου, αφού αφαιρεθεί το λίπος, και η οποία κυκλοφορεί στην αγορά με τη μορφή σκόνης: H σοκολάτα γίνεται με ~. Kέικ με ~. || βούτυρο του κακάου, οι λιπαρές ουσίες που περιέχουν οι κόκκοι του κακάου. 2. ρόφημα που έχει ως βάση το κακάο: Πίνω ένα (φλιτζάνι) ~. Θα παραγγείλω ένα ~. Φτιάξε μου, σε παρακαλώ, ένα ~. 3. κακαόδεντρο: Φυτείες κακάου.

[ιταλ. cacao < γαλλ. cacao < ισπαν. cacao (από γλ. Ινδιάνων της Aμερικής)]

κακαόδεντρο το [kakaóδendro] Ο41 : τροπικό δέντρο από τα σπέρματα του οποίου βγαίνει το κακάο.

[λόγ. κακά(ο) -ο- + δένδρον με προσαρμ. στη δημοτ. κατά τη λ. δέντρο]

κακαράντζα η [kakarándza] Ο25α : (λαϊκότρ.) περίττωμα ορισμένων ζώ ων, κυρίως της κατσίκας.

[ρουμ. căcărĕadză ή βλάχ. găgărĕatsă με αποβ. του ημιφ. για αποφυγή της χασμ.]

κακαρίζω [kakarízo] Ρ2.1α : 1. για κότα, όταν η κραυγή της σχηματίζει έναν ήχο που μοιάζει με «κα κα κα». || γενικά, για την κραυγή ορνιθοειδών. 2. (μτφ., μειωτ.) για κπ., κυρίως για γυναίκα, που γελά με ένα γέλιο κοφτό, δυνατό και διαπεραστικό.

[ηχομιμ. κα κα (κα) -ρίζω]

κακάρισμα το [kakárizma] Ο49 : 1. η φωνή της κότας, κυρίως μετά την ωοτοκία. ΠAΡ Aλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννούν οι κότες, για να δηλώσουμε ότι σε άλλο χώρο ή σε άλλον τομέα περιμένουμε ένα γεγονός, μια εξέλιξη και αλλού τελικά παρουσιάζεται. 2. (συνήθ. πληθ.) γέλια δυνατά και διαπεραστικά.

[κακαρισ- (κακαρίζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες