Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καινοζωικός
1 εγγραφή
καινοζωικός -ή -ό [kenozoikós] Ε1 : (γεωλ.) ~ αιώνας, ο τελευταίος γεωλογικός αιώνας της γης. || για κτ. που αναφέρεται στον παραπάνω αιώνα.

[λόγ. < διεθ. c(a)enozoic < c(a)eno- = καινο- + -zoic < αρχ. ζω(ή) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες