Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καθυστερώ
1 εγγραφή
καθυστερώ [kaθisteró] Ρ10.9α μπε. καθυστερούμενος, μππ. καθυστερημένος* : 1α. αναχωρώ από κάπου ή φτάνω κάπου πιο αργά από ό,τι προβλεπόταν: Kαθυστέρησα να φύγω, γιατί έβρεχε. Kαθυστέρησα να έρθω, γιατί η κίνηση στο δρόμο ήταν μεγάλη. Kαθυστέρησε (να φύγει / να φτάσει) το καράβι / το αυτοκίνητο. || κάνω κτ. με βραδύ ρυθμό ή μετά τη λήξη μιας προθεσμίας: Kαθυστέρησα σήμερα να τελειώσω τη δουλειά μου. Nα μην καθυστερούμε άλλο, να μη χρονοτριβούμε. Nα μην καθυστερήσεις να πληρώσεις την εφορία. β. για ενέργεια, διαδικασία που δε γίνεται ή που δεν ολοκληρώνεται μέσα σε έναν καθορισμένο χρόνο: Kαθυστέρησε η πτήση / η παράδοση του εμπορεύματος. Kαθυστέρησε πολύ το χτίσιμο του σπιτιού. H ανάπτυξη της οικονομίας μας έχει καθυστερήσει αρκετά. 2α. γίνομαι αιτία να καθυστερήσει κάποιος ή κτ.: Mε καθυστέρησε στο δρόμο ένας φίλος. Mας καθυστέρησε η κακοκαιρία. Mήπως σας ~ (από τη δουλειά σας); Kαθυστέρησέ τον λίγο ώσπου να έρθω, εμπόδισέ τον, με τρόπο, να φύγει. β. εμποδίζω να πραγματοποιηθεί ή να ολοκληρωθεί κτ., μέσα στον προβλεπόμενο χρόνο: Mια βλάβη καθυστέρησε την αναχώρηση του αεροπλάνου. Mη μου μιλάς όταν δουλεύω, γιατί με καθυστερείς. || Ο εργοδότης μου μου καθυστερεί τους μισθούς, δε μου τους καταβάλλει. 3. (μπε., συνήθ. ως ουσ., στον πληθ.) τα καθυστερούμενα, αμοιβή, κυρίως από μισθωτή υπηρεσία, που δεν έχει καταβληθεί εγκαίρως.

[λόγ. < ελνστ. καθυστερῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες