Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καθυπόταξη
1 εγγραφή
καθυπόταξη η [kaθipótaksi] Ο33 : ολοκληρωτική υποταγή, υποδούλωση, κυριολεκτικά και μτφ.

[λόγ. καθυποτακ- (καθυποτάσσω) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες