Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καθολικότητα
1 εγγραφή
καθολικότητα η [kaθolikótita] Ο28 : η ιδιότητα αυτού που είναι καθολικός 1: H ~ ενός φαινομένου / των αντιδράσεων.

[λόγ. καθολικ(ός) 1 -ότης > -ότητα απόδ. γαλλ. universalité (διαφ. το ελνστ. καθολικότης `οικονομική εποπτεία΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες