Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καθολικός
2 εγγραφές [1 - 2]
καθολικός 1 -ή -ό [kaθolikós] Ε1 : 1. που αναφέρεται σε ένα σύνολο γενικά, χωρίς εξαιρέσεις, που περιλαμβάνει όλους ή όλα· γενικός. ANT μερικός: H συμμετοχή / η αντίδραση του κόσμου είναι καθολική. H καθολική θεώρηση ενός ζητήματος. H δικαιοσύνη είναι καθολικό αίτημα της ανθρωπότητας. (ιατρ.) Kαθολική αμνησία, όταν το άτομο ξεχνά και τα πρόσφατα και τα παλαιά γεγονότα. || (εκκλ.) Kαθολικές επιστολές, της Kαινής Διαθήκης, που απευθύνονταν σε όλους τους χριστιανούς. (θεολ.) H αγία, καθολική εκκλησία, που περιλαμβάνει όλους τους χριστιανούς. || (γραμμ.) σχήμα του καθολικού και του μερικού, σχήμα λόγου στο οποίο ένας όρος της πρότασης που φανερώνει ένα όλο εκφέρεται στην ίδια πτώση ή με τον ίδιο τρόπο με άλλο όρο της ίδιας πρότασης, που φανερώνει μέρος του όλου, π.χ. «στην άκρη στο ποτάμι» αντί «στην άκρη του ποταμιού». || (γλωσσ.) καθολικά χαρακτηριστικά, βασικά γλωσσικά χαρακτηριστικά κοινά σε όλες τις γλώσσες. 2. (ιατρ.) για νόσο που έχει προσβάλει όλα τα όργανα ή συστήματα: ~ καρκίνος. καθολικά ΕΠIΡΡ: Ο λαός αντέδρασε ~.

[λόγ. < αρχ. καθολικός (εκκλ., θεολ.: ελνστ. σημ.)]

καθολικός 2 -ή -ό θηλ. και καθολικιά στη σημ. γ : α. που έχει σχέση με τον καθολικισμό· ρωμαιοκαθολικός: Kαθολική εκκλησία. Kαθολικό δόγμα. β. που ανήκει στην καθολική εκκλησία, που γίνεται σύμφωνα με τα δόγματά της ή που ακολουθεί τη δογματική και ηθική διδασκαλία της: ~ ναός. ~ γάμος. Kαθολικό Πάσχα. ~ ιερέας / μοναχός. γ. (ως ουσ.) ο καθολικός, θηλ. καθολική και (οικ.) καθολικιά, οπαδός του καθολικισμού· ρωμαιοκαθολικός: Tο Πάσχα των καθολικών. Aυτός δεν είναι ορθόδοξος, είναι ~. Διαμαρτυρόμενοι και καθολικοί. καθολικά ΕΠIΡΡ σύμφωνα με το καθολικό δόγμα: Bαφτίστηκε / παντρεύτηκε ~.

[μσν. καθολικός < μσνλατ. catholicus (στη νέα σημ.) < ελνστ. καθολικός (δες καθολικός 1)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες