Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καθολικισμός
1 εγγραφή
καθολικισμός ο [kaθolikizmós] Ο17 : η δογματική και ηθική διδασκαλία της δυτικής χριστιανικής εκκλησίας που αναγνωρίζει ως αρχηγό της τον πάπα: Tο Bατικανό είναι η έδρα του καθολικισμού. Aσπάστηκε τον καθολικισμό. ~ και ορθοδοξία.

[λόγ. < γαλλ. catholicisme < catholiq(ue) = καθολικ(ός) 2 -isme = -ισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες