Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καθιστικός -ή -ό [kaθistikós] Ε1 : 1. για κτ. κατά τη διάρκειά του οποίου το άτομο πρέπει ή μπορεί να μένει μεγάλο διάστημα καθιστό, που δεν απαιτεί ή που δεν επιτρέπει πολλές μετακινήσεις: H δουλειά των δακτυλογράφων είναι καθιστική. Δεν αγαπώ την καθιστική ζωή, μου αρέσουν τα ταξίδια και η άθληση. || Kαθιστική διαμαρτυρία, κατά την οποία οι διαμαρτυρόμενοι δε βαδίζουν, αλλά κάθονται ή ξαπλώνουν σε κπ. δημό σιο χώρο. 2. (ως ουσ.) το καθιστικό, δωμάτιο του σπιτιού, όπου περνάει η οικογένεια τις ελεύθερες ώρες της και όπου δέχεται τους επισκέπτες· λίβιγκ ρουμ· (πρβ. σαλόνι).
καθιστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. καθισ- (καθίζω) -τικός, απόδ.: 1: γαλλ. sédantaire· 2: αγγλ. sitting room]