Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καθικετεύω
1 εγγραφή
καθικετεύω [kaθiketévo] Ρ5.1α : (λόγ.) ικετεύω θερμά.

[λόγ. < αρχ. καθικετεύω επιτατ. του ἱκετεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες