Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καθεξής [kaθeksís] επίρρ. τροπ. : στην έκφραση και ούτω ~ (συντομογρ. κ.ο.κ.), για κτ. που συνεχίζεται, επαναλαμβάνεται κατά τρόπο ίδιο με αυτόν που προαναφέρθηκε.
[λόγ. < ελνστ. καθεξῆς `το ένα μετά το άλλο΄, σημδ. γερμ. und so weiter (usw.)]