Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καθελκύω
1 εγγραφή
καθελκύω [kaθelkío] -ομαι Ρ9 αόρ. και καθείλκυσα, απαρέμφ. καθελκύσει, παθ. αόρ. καθελκύστηκα, απαρέμφ. καθελκυστεί, μππ. καθελκυσμένος : αφήνω ένα πλοίο να γλιστρήσει επάνω στο κεκλιμένο επίπεδο της ναυπηγικής κλίνης και να πέσει στο νερό.

[λόγ. < αρχ. καθέλκ(ω) μεταπλ. -ύω κατά το ελκύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες