Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καθελκύω [kaθelkío] -ομαι Ρ9 αόρ. και καθείλκυσα, απαρέμφ. καθελκύσει, παθ. αόρ. καθελκύστηκα, απαρέμφ. καθελκυστεί, μππ. καθελκυσμένος : αφήνω ένα πλοίο να γλιστρήσει επάνω στο κεκλιμένο επίπεδο της ναυπηγικής κλίνης και να πέσει στο νερό.
[λόγ. < αρχ. καθέλκ(ω) μεταπλ. -ύω κατά το ελκύω]