Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καθαυτόν -ήν / -ή -ό [kaθaftón] αντων. οριστ. : στην έκφραση αυτός ~, για κτ. που το αντιμετωπίζουμε μεμονωμένα· αυτός ο ίδιος: Ο συλλογισμός αυτός ~ είναι σωστός. H εκδήλωση αυτή καθαυτή / καθαυτήν δεν είχε ενδιαφέρον, όμως συνάντησα σημαντικούς ανθρώπους. H πορεία της συζήτησης αυτής καθαυτήν εξελίχθηκε ομαλά.
[λόγ. εν. < αρχ. φρ. αὑτοί καθ΄ αὑτούς]