Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καθαυτόν
1 εγγραφή
καθαυτόν -ήν / -ή -ό [kaθaftón] αντων. οριστ. : στην έκφραση αυτός ~, για κτ. που το αντιμετωπίζουμε μεμονωμένα· αυτός ο ίδιος: Ο συλλογισμός αυτός ~ είναι σωστός. H εκδήλωση αυτή καθαυτή / καθαυτήν δεν είχε ενδιαφέρον, όμως συνάντησα σημαντικούς ανθρώπους. H πορεία της συζήτησης αυτής καθαυτήν εξελίχθηκε ομαλά.

[λόγ. εν. < αρχ. φρ. αὑτοί καθ΄ αὑτούς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες