Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καθαυτό [kaθaftó] επίρρ. : επιτείνει, τονίζει την ύπαρξη των χαρακτηριστικών του ονοματικού συνόλου που προσδιορίζει και ισοδυναμεί με το επίθετο γνήσιος, καθαρός, ανόθευτος: Εκφράζει την ~ ροκ μουσική, καθεαυτού. Οι προτάσεις τους εντάσσονται στην ~ μορφωτική προσπάθεια, στην καθαρά μορφωτική προσπάθεια.
[λόγ. < αρχ. φρ. καθ΄ αὑτό]
- καθαυτόν -ήν / -ή -ό [kaθaftón] αντων. οριστ. : στην έκφραση αυτός ~, για κτ. που το αντιμετωπίζουμε μεμονωμένα· αυτός ο ίδιος: Ο συλλογισμός αυτός ~ είναι σωστός. H εκδήλωση αυτή καθαυτή / καθαυτήν δεν είχε ενδιαφέρον, όμως συνάντησα σημαντικούς ανθρώπους. H πορεία της συζήτησης αυτής καθαυτήν εξελίχθηκε ομαλά.
[λόγ. εν. < αρχ. φρ. αὑτοί καθ΄ αὑτούς]
- καθεαυτού [kaθeaftú] & καθαυτού [kaθaftú] επίρρ. : επιτείνει, τονίζει την ύπαρξη των χαρακτηριστικών του ονοματικού συνόλου που προσδιορίζει και ισοδυναμεί με το επίθετο γνήσιος, καθαρός, ανόθευτος: H ~ νησιώτικη αρχιτεκτονική, καθαυτό. Έχει καθαυτού κρητική προφορά. Είναι ως προς την καταγωγή του ~ Πόντιος, γνήσιος, καθαρός. ~ Mακεδόνας, γέννημα θρέμμα Mακεδόνας.
[λόγ. συμφυρ. < αρχ. φρ. καθ΄ αὑτό & ἐφ΄ ἑαυτοῦ]