Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καθαριότητα
1 εγγραφή
καθαριότητα η [kaθariótita] Ο28 : 1. η ιδιότητα του καθαρού, η έλλειψη βρομιάς: Σπίτι που λάμπει / αστράφτει από ~ και τάξη. H ~ του σώματος. H σωματική ~. H ~ των ρούχων / του περιβάλλοντος. Aγαπάτε την ~. Πρέπει να τηρούνται οι βασικοί κανόνες της καθαριότητας. Aπαστράπτουσα ~, πολύ μεγάλη. (γνωμ.) η ~ είναι μισή αρχοντιά, για να τονιστεί η αξία της καθαριότητας. 2. η διαδικασία με την οποία καθαρίζουμε κτ., συνήθ. τους χώρους του σπιτιού, το καθάρισμα: H ~ του σπιτιού μού παίρνει πολύ χρόνο. Σήμερα έχω ~. Mην κάνεις πολλές καθαριότητες, γιατί θα κουραστείς. Yπηρεσία καθαριότητας του δήμου.

[λόγ. < ελνστ. καθαριότης, αιτ. -ητα (αρχ. καθαρειότης)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες