Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καθαριστικός
1 εγγραφή
καθαριστικός -ή -ό [kaθaristikós] Ε1 : που είναι κατάλληλος για καθαρισμό και ως ουσ. το καθαριστικό, απορρυπαντικό.

[λόγ. < ελνστ. καθαριστικός `εξαγνιστικός΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες