Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καθαριστικός -ή -ό [kaθaristikós] Ε1 : που είναι κατάλληλος για καθαρισμό και ως ουσ. το καθαριστικό, απορρυπαντικό.
[λόγ. < ελνστ. καθαριστικός `εξαγνιστικός΄]