Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καθαριστής
1 εγγραφή
καθαρίστρια η [kaθarístria] Ο27 αρσ. καθαριστής [kaθaristís] Ο7 : αυτή που έχει ως επάγγελμα το καθάρισμα σπιτιών, γραφείων κτλ.

[λόγ. καθαρισ- (καθαρίζω) θηλ. -τρια· λόγ. καθαρίσ(τρια) -τής (αναδρ. σχημ.) (πρβ. ελνστ. καθαριστής `κλαδευτής΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες