Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καθαρισμός ο [kaθarizmós] Ο17 : η ενέργεια του καθαρίζωI, το καθάρισμα, κυρίως όταν πρόκειται για κάποια ειδική διαδικασία καθαρίσματος: ~ του προσώπου / του δέρματος, που γίνεται από αισθητικό. H ρύπανση των θαλασσών αντιμετωπίζεται με το βιολογικό καθαρισμό των λυμάτων. Xημικός ~. Συνεργείο καθαρισμού αναλαμβάνει ταπετσαρίες / δάπεδα κτλ. || (εκκλ.) εξαγνισμός.
[λόγ. < ελνστ. καθαρισμός `εξαγνισμός΄ (αρχ. καθαρμός)]