Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καθάριος -α -ο [kaθárjos] Ε4 : (λαϊκότρ., λογοτ.) καθαρός. 1. διάφανος, διαυγής: ~ ουρανός, ανέφελος. Kαθάριο νερό. 2. (μτφ.) που φανερώνει αγνότητα, ηθική καθαρότητα: Kαθάριο βλέμμα / πρόσωπο.
καθάρια ΕΠIΡΡ. [ελνστ. καθάριος με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. (αρχ. καθάρειος)]