Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καθάριος
1 εγγραφή
καθάριος -α -ο [kaθárjos] Ε4 : (λαϊκότρ., λογοτ.) καθαρός. 1. διάφανος, διαυγής: ~ ουρανός, ανέφελος. Kαθάριο νερό. 2. (μτφ.) που φανερώνει αγνότητα, ηθική καθαρότητα: Kαθάριο βλέμμα / πρόσωπο. καθάρια ΕΠIΡΡ.

[ελνστ. καθάριος με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. (αρχ. καθάρειος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες