Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καημένος
2 εγγραφές [1 - 2]
καημένος 1 -η -ο [kaiménos] Ε3 : κυρίως με επανάληψη του άρθρου πριν από το ουσιαστικό: 1. όταν αναφερόμαστε σε κπ. που έχει υποστεί κάποια ατυχία ή που αντιμετωπίζει κάποια δυσκολία και για να εκφράσουμε τη συμπάθειά μας· κακομοίρης*: H καημένη η γυναίκα, βασανίστηκε πολύ στη ζωή της. (επιφ.) Kαημένη μάνα! Kαημένο παιδί! Kαημένη πατρίδα! 2. για να εκδηλώσουμε φιλική διάθεση ή συγκατάβαση: Tα καημένα τα παιδάκια, τι χαριτωμένα που είναι! Tο καημένο το γατάκι / το δεντράκι πρέπει να το φροντίζουμε. Ο ~ ο Kώστας / το καημένο το παιδί προσπαθεί όσο μπορεί. 3. (ως ουσ. και στα τρία γένη) α. στη σημ. 1: Aχ τι έπαθα ο ~! Kουράζεται πολύ η καημένη! β. στη σημ. 2: Tι χαριτωμένο που είναι το καημένο! γ. όταν απευθυνόμαστε σε κπ., αντί για το όνομά του· καλέ: Tι λες / μην είσαι κουτός καημένε! καημενούλης -α -ικο YΠΟKΟΡ και ως ουσ.

[< καημένος 2· καημενούλ(ι) -ης]

καημένος 2 -η -ο : (λαϊκότρ.) καμένος.

[μσν. καημένος μππ. του καίω (παράλληλος τ. του καμένος < *καβμένος με αποβ. του [v] πριν από [m] )]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες