Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καζάντι το [kazándi] Ο44 (συνήθ. πληθ.) : (λαϊκότρ.) α. μεγάλα κέρδη. β. πλούτη. ΦΡ είδαμε τα καζάντια σου!, ειρωνικά, είδαμε την προκοπή σου, τα αποτελέσματα των προσπαθειών σου.
[καζαντ(ίζω) -ι (αναδρ. σχημ.)]
- καζαντίζω [kazandízo] Ρ2.1α : (λαϊκότρ.) κερδίζω πολλά χρήματα και σχηματίζω μεγάλη περιουσία.
[μσν. καζαντίζω < τουρκ. kazand(ι) (γ' εν. αορ. του kazanmak) -ίζω]
- καζάντισμα το [kazándizma] Ο49 : (λαϊκότρ.) απόκτηση περιουσίας.
[καζαντισ- (καζαντίζω) -μα]