Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καζάζης
1 εγγραφή
καζάζης ο [kazázis] Ο11 : (παρωχ.) αυτός που κατεργάζεται το μετάξι.

[μσν. καζάζης < τουρκ. kazaz -ης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες